Unregelmäßige Verben im Neugriechischen

Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.

Vorbemerkungen und Statistik

Als unregelmäßige Verben können folgende gelten:

  • Verben, deren Stämme Besonderheiten aufweisen
  • Verben, deren Endungen Besonderheiten aufweisen
  • Defektive Verben, d. h. Verben, die nicht alle Formen bilden und beispielsweise nur im Präsensstamm auftreten, nicht aber im Aoriststamm

Das maßgebliche wissenschaftliche Lexikon zu den Verben im Neugriechischen von Anna Iordanidou umfasst 4500 Verben mit 235 (!) verschiedenen Konjugationsschemata, was die enorme Vielfalt des neugriechischen Verbsystems zeigt. Da natürlich nur ein Teil dieser 235 Konjugationstypen als regelmäßig gilt, ist die Liste der unregelmäßigen Verben entsprechend lang.

Die Liste in diesem Artikel, die auch gelehrte Verben sowie deren Komposita berücksichtigt, umfasst ohne die defektiven Verben etwa 500 unregelmäßige Verben, wobei damit allerdings bei weitem nicht alle in Frage kommenden Verben erfasst sind.

Wie viele und welche Verben zu diesen Gruppen zu zählen sind, hängt unmittelbar mit der Frage zusammen, inwieweit man unter dem Begriff „Neugriechisch“ auch altgriechische bzw. hochsprachliche Wörter und Grammatikstrukturen im Rahmen des Neugriechischen zulässt. Diese Frage ist alles andere als einfach zu beantworten, da sich das Neugriechische nicht wie etwa das Neuhochdeutsche als eine diachron gut eingrenzbare und kompakte Sprache präsentiert, sondern in den letzten Jahrzehnten starke Entwicklungen durchgemacht und sein Aussehen deutlich verändert hat. So sind in das heutige Standard Modern Greek, das sich als eine Art Synthese zwischen der einstigen Volkssprache (Dimotiki) und der Hochsprache (Katharevousa) darstellt, viele hochsprachliche („gelehrte“) Verben eingegangen, die zum Teil nach altgriechischen Konjugationsschemata flektiert werden und im Rahmen des Neugriechischen unregelmäßig sind. Ihr Gebrauch beschränkt sich oftmals auf den schriftlichen oder gelehrten Bereich; vielfach sind auch nur bestimmte Formen (meist die 3. Person Singular und Plural) gebräuchlich.

Schließlich hängt die Zahl der unregelmäßigen Verben auch davon ab, wie man innerhalb des neugriechischen Verbkonjugationssystems die Grenze zwischen „regelmäßig“ und „unregelmäßig“ zieht. Problematisch sind hier beispielsweise alle Verben auf -αίνω, die den Aorist auf -ανα (-άνθηκα), -ανα (-άθηκα), -υνα oder -αξα bilden; sowie diejenigen Verben auf -ώ, die den Aorist nicht auf -ησα (regelmäßig), sondern auf -ασα, -εσα, -υσα, -αξα, -ηξα oder -εψα (unregelmäßig) bilden. In der untenstehenden Liste sind zumindest einige Verben auf -αίνω und die wichtigsten unregelmäßigen auf -ώ (Aorist nicht -ησα) enthalten.

Verben mit unregelmäßiger Stammbildung

Die Neugriechisch-Grammatik von Manolis Triantafyllidis (1941) unterscheidet zehn verschiedene Typen unregelmäßiger Verben:

  • Verben, die ihren Aoriststamm von einer anderen Wurzel bilden (βλέπω > είδα).
  • Verben, die im Aoriststamm den Schlusskonsonant des Präsensstamms ändern (außer zu /s/) (βάζω > έβαλα).
  • Verben, die im Aoriststamm den Stammvokal des Präsensstammes ändern (δίνω > έδωσα).
  • Verben auf -αίνω oder -άνω, die im Aorist das ν verlieren und den Vokal des Präsensstammes ändern (αμαρτάνω > αμάρτησα).
  • Verben auf -λλω, die im Aoriststamm ein λ verlieren und teils auch den Vokal des Präsensstammes ändern (σφάλλω > έσφαλα).
  • Verben auf -λνω oder -ρνω, die im Aoriststamm das ν verlieren und oft auch den Vokal des Präsensstammes ändern (δέρνω > έδειρα).
  • Verben auf -αίνω, die im Aoriststamm die Silbe -αιν- verlieren (καταλαβαίνω > κατάλαβα).
  • Verben der ersten Konjugation, die Tempora und Formen wie Verben der zweiten Konjugation bilden (βόσκω > βόσκησα).
  • Verben der zweiten Konjugation (-ώ), die den Aorist auf -ασα, -εσα, -υσα, -αξα, -ηξα, -εψα bilden (γελώ > γέλασα).
  • Verben, die eine unregelmäßige Partizipienbildung aufweisen (αγανακτώ > αγανακτισμένος).

Zusammen mit zahlreichen gelehrten Verben, die in den letzten Jahrzehnten aus der Katharevousa ins Neugriechische eingegangen sind und von Triantafyllidis 1941 noch nicht erfasst wurden, ergibt sich folgende (unvollständige) Liste der Verben mit unregelmäßiger Stammbildung im Neugriechischen.
Anmerkung: Komposita sind meist unter dem Grundverb aufgelistet, sofern sie wie dieses konjugiert werden; das Verb επιτρέπω ist beispielsweise unter τρέπω zu finden. Sehr gelehrte Formen sind mit einem Asteriskus* versehen. Eingeklammerte Vorsilben demonstrieren beispielsweise die Bildung des inneren Augments bzw. stehen dann, wenn nur das Kompositum mit Vorsilbe gebräuchlich ist. Ganze eingeklammerte Formen geben an, dass der Gebrauch sehr selten ist. Aufgrund ihrer direkten Übernahme aus dem Altgriechischen ohne Rücksichtnahme auf die veränderte Phonologie beinhalten diese Formen manchmal schwer zu artikulierende Lautkombinationen; dann sind sie mit zwei Asterisken** markiert. Nicht als unregelmäßig erachtet wurden Verben auf -εύω, die den gelehrten Aorist -ευσα bilden (z. B. απαγορεύω, απογοητεύω, γοητεύω, δραπετεύω, σκοπεύω, υπαγορεύω, χρησιμεύω), sowie Verben, die im Aorist ein inneres Augment bilden, sich aber ansonsten normal verhalten (z. B. εκφράζω > εξέφρασα). Ebenfalls nicht berücksichtigt wurden Verben, die unregelmäßige Imperative bilden, wie beispielsweise τρέχω > τρέχα.

Stamm 1Stamm 2Stamm 2Stamm 3Stamm 3
Präsens Aktiv,
unbestimmtes Futur Aktiv (+θα)
Aorist AktivKonjunktiv Aorist Aktiv (+να),
punktuelles Futur Aktiv (+θα)
Aorist MediopassivKonjunktiv Aorist Mediopassiv (+να),
punktuelles Futur Mediopassiv (+θα)
Partizip Perfekt Mediopassiv
-αγγέλλω
αν-, απ-, εξ-, κατ-, προ- u. a.
άγγειλα, ήγγειλα*αγγείλωαγγέλθηκααγγελθώαγγελμένος
αγρυπνάω, αγρυπνώαγρύπνησααγρυπνήσω--αγρυπνισμένος
-άγω
αν-, διεξ-, εισ-, εν-, εξ-, παρ-, προ-, προσ-, υπ- u. a.
-ήγαγα-αγάγω-άχθηκα, -ήχθην*-αχθώ-αγμένος,
-ηγμένος*
-αιρώ
αφ-, δι-, εξ-, καθ-, συν- u. a.
-αίρεσα-αιρέσω-αιρέθηκα-αιρεθώ-αιρεμένος,
-ηρημένος*
αισθάνομαι
ebenso: δι-, προαισθάνομαι
--αισθάνθηκααισθανθώ-
ακουμπάω, ακουμπώακούμπησαακουμπήσωακουμπήθηκαακουμπηθώακουμπισμένος
ακριβαίνωακρίβυναακριβύνω---
αμαρταίνω, αμαρτάνωαμάρτησααμαρτήσω---
αμύνομαι--αμύνθηκααμυνθώ-
ανακλώ
ebenso: αντανακλώ
ανάκλασαανακλάσωανακλάστηκαανακλαστώανακλασμένος
ανασαίνωανάσαναανασάνω--ανασασμένος
ανασταίνωανάστησα, ανέστησααναστήσωαναστθήκηααναστηθώαναστημένος
ανατέλλωανέτειλαανατείλω---
ανεβαίνω--ανέβηκαανέβω, ανεβώανεβασμένος
ανθίσταμαι--αντιστάθηκααντισταθώ-
αντέχωάντεξααντέξω---
αντιλαμβάνομαι--αντιλήφθηκααντιληφθώ-
απαλλάσσωαπάλλαξα, απήλλαξα*απαλλάξωαπαλλάχτηκα, απαλλάχθηκα,
απηλλάγην*
απαλλαχτώ, απαλλαχθώ, απαλλαγώ*απαλλαγμένος
απελαύνωαπέλασααπελάσωαπελάθηκααπελαθώ-
απευθύνωαπέυθυνα, απηύθυνααπευθύνωαπευθύνθηκααπευθυνθώαπευθυμένος
απέχωαπείχα, απέσχον*απέχω, απόσχω*---
αποθαρρύνωαποθάρρυνααποθαρρύνωαποθαρρύνθηκααποθαρρυνθώαποθαρρημένος
αποσταίνω
ebenso: ξαποσταίνω
απόστασααποστάσω--αποσταμένος
αποφαίνομαι--αποφάνθηκα, απεφάνθην*αποφανθώ-
αρέσωάρεσααρέσω---
αρκώ
ebenso: διαρκώ
άρκεσα, ήρκεσα*αρκέσωαρκέστηκααρκεστώ-
αρρωσταίνωαρρώστησααρρωστήσω--αρρωστημένος
αρταίνωάρτυσααρτύσωαρτύθηκααρτυθώαρτυμένος
αυξάνω, αυξαίνω
ebenso: επαυξάνω
αύξησααυξήσωαυξήθηκααυξηθώαυξημένος
αφαιρώαφαίρεσααφαιρέσωαφαιρέθηκααφαιρεθώαφαιρεμένος
αφήνωάφησααφήσωαφέθηκααφεθώαφημένος
βάζωέβαλαβάλωβάλθηκαβαλθώβαλμένος
βαίνω
αντι-, επι-, παρα-, προ-, συμ- u. a.
--(επέμ-)βηκα,
(επεν-)έβηκα,
(προ-)έβην
(συν-)έβη, -ησαν
(προ-)βώ,
(επ-)έμβω,
(συμ-)βεί
-
βάλλω
αμφι-, ανα-, απο-, δια-, εισ-, εκ-, εμ-, επι-, κατα-, μετα-, παρα-, προ-, συμ-, υπερ-, υπο- u. a.
έβαλαβάλωβλήθηκαβληθώ(ανα-)βλημένος,
(επι-)βεβλημένος
βαράωβάρεσαβαρέσωβαρέθηκαβαρεθώβαρεμένος
βαρύνω, βαραίνω
ebenso: επιβαρύνω
βάρυναβαρύνω(επι-)βαρύνθηκα(επι-)βαρυνθώ(επι-)βαρημένος,
(επι-)βεβαρημένος*
βαστάωβάσταξα, βάστηξαβαστάξω, βαστήξωβαστήχτηκαβαστηχτώ-
βγάζωέβγαλαβγάλωβγάλθηκαβγαλθώβγαλμένος
βγαίνω--βγήκαβγωβγαλμένος
βλασταίνω, βλαστάνωβλάστησαβλαστήσω--βλαστημένος
βλέπωείδαδωειδώθηκαιδωθώιδωμένος
-βλέπω
απο-, επι-, παρα-, προ-, υπο- u. a.
-έβλεψα-βλέψω-βλέφθηκα-βλεφθώ-
βογγώβόγγηξαβογγήξω---
βόσκωβόσκησαβοσκήσωβοσκήθηκαβοσκηθώβοσκημένος
βουτώβούτηξαβουτήξωβουτήχτηκαβουτηχτώβουτηγμένος
βρέχωέβρεξαβρέξωβράχηκα, βρέχτηκαβραχώ, βρεχτώβρε(γ)μένος
βρίσκωβρήκαβρωβρέθηκαβρεθώ-
βροντάω, βροντώβρόντησα, βρόντηξαβροντήσω, βροντήξω---
βυζαίνωβύζαξαβυζάξωβυζάχτηκαβυζαχτώβυζαγμένος
γδέρνωέγδαραγδάρωγδάρθηκαγδαρθώγδαρμένος
γελάω, γελώ
ebenso: ξεγελώ
γέλασαγελάσωγελάστηκαγελαστώγελασμένος
γερνώγέρασαγεράσω--γερασμένος
γέρνωέγειραγείρω--γερμένος
γίνομαι--έγινα, γίνηκαγίνω (γενώ)(γινωμένος)
γράφω
ebenso: απο-, αντι-, δια- u. a.
έγραψαγράψωγράφτηκα, γράφηκαγραφτώ, γραφώγραμμένος,
(δια-)γεγραμμένος*
γυρνώγύρισαγυρίσωγυρίστηκαγυριστώγυρισμένος
δεικνύω
ανα-, απο-, επι-, κατα-, υπο- u. a.
έδειξαδείξωδείχτηκα, δείχθηκαδειχτώ, δειχθώ(ανα-)δειγμένος,
(απο-)δεδειγμένος*
δέρνωέδειραδείρωδάρθηκαδαρθώδαρμένος
διαβαίνω--διάβηκα, διέβην*διαβώ-
διαβλέπωδιείδα, διέβλεψαδιίδω, διαβλέψωδιαβλέφθηκαδιαβλεφθώ-
διαθλώδιέθλασαδιαθλάσωδιαθλάστηκαδιαθλαστώδιαθλασμένος
διακόπτωδιέκοψαδιακόψωδιακόπηκαδιακοπώδιακεκομμένος*
διαμαρτύρομαι--διαμαρτυρήθηκαδιαμαρτυρηθώδιαμαρτυρημένος
διαρρηγνύωδιέρρηξαδιαρρήξωδιαρρήχθηκα, διαρρήχτηκαδιαρρηχθώ, διαρρηχτώδιαρρηγμένος
διδάσκωδίδαξαδιδάξωδιδάχτηκα, διδάχθηκαδιδαχτώ, διδαχθώδιδαγμένος
δίδω
ανα-, απο-, δια-, εκ-, εν-, επι-, κατα-, μετα-, παρα-, προ-
έδωσαδώσωδόθηκαδοθώ(παρα-)δομένος,
(δια-)δεδομένος*
διευκολύνωδιευκόλυναδιευκολύνωδιευκολύνθηκαδιευκολυνθώδιευκολυμένος
δίνωέδωσαδώσωδόθηκαδοθώδοσμένος
διψώδίψασαδιψάσω--διψασμένος
δρω
ebenso:αντιδρώ, επιδρώ
έδρασαδράσω---
εγείρω
ebenso: αν-, δι-, εξεγείρω u. a.
έγειραεγείρωεγέρθηκαεγερθώ(εξ-)εγερμένος
εγκαθιστώ, εγκατασταίνωεγκατέστησαεγκαταστήσωεγκαταστάθηκαεγκατασταθώεγκαταστημένος, εγκατεστημένος
εγκαταλείπωεγκατέλειψαεγκαταλείψωεγκαταλείφθηκα, εγκαταλείφτηκαεγκαταλειφθώ, εγκαταλειφτώεγκαταλειμμένος,
εγκαταλελειμμένος*
εκπλήσσωεξέπληξαεκπλήξωεξεπλάγηνεκπλαγώ-
(εκρηγνύω)--εξερράγηνεκραγώ-
εκτίνω, εκτίωεξέτισαεκτίσω---
-ελαύνω
απ-, παρ-, προ- u. a.
(απ-)έλασα, (παρ-)ήλασα*(απ-)ελάσω(απ-)ελάθηκα(απ-)ελαθώ-
εξανίσταμαι--εξανέστηνεξαναστώ-
επαινώεπαίνεσα, επήνεσα*επαινέσωεπαινέθηκαεπαινεθώ-
έρχομαι
ebenso: αν-, απ-, δι-, εξ-, επ-, κατ-, παρ-, προσ- u. a.
ήρθα, ήλθαέρθω, έλθω---
εύχομαι
ebenso: απ-, προσεύχομαι
--ευχήθηκαευχηθώ-
εφευρίσκωεφεύρα, εφηύρα*εφεύρωεφευρέθηκαεφευρεθώεφευρεμένος, εφευρημένος*
έχω
ebenso: εν-, εξ-, κατ-, περι-, προ-, συνέχω u. a.
είχαέχω---
ζεσταίνωζέσταναζεστάνωζεστάθηκαζεσταθώζεσταμένος
ζουλάω, ζουλώζούληξαζουλήξωζουλήχτηκαζουληχτώζουληγμένος
θάβωέθαψαθάψωθάφτηκα, τάφηκα*ταφώθαμμένος
θαρρώ
ebenso: αναθαρρώ
θάρρεψα, (αναθάρρησα)θαρρέψω, (αναθαρρήσω)---
θέλωθέλησα, ήθελαθελήσω--ηθελημένος*
θέτω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εκ-, κατα-, παρα-, προσ-, συνθέτω u. a.
έθεσαθέσωτέθηκατεθώ(προσ-)θεμένος,
(δια-)τεθειμένος*
-ίσταμαι
εν-, εξ-, καθ-, μεθ-, παρ-, προ-, υφ- u. a.
--(υπ-)έστην(υπο-)στώ-
καθιστώ
ebenso: αντι-, απο-, εγ-, υποκαθιστώ u. a.
κατέστησακαταστήσω(αντι-)καταστάθηκα(απο-)κατασταθώ(απο-)κατεστημένος*
κάθομαικάθισα, έκατσακαθίσω, κάτσω--καθισμένος
καίωέκαψακάψωκάηκακαώκαμένος
καλώ
ebenso: ανα-, απο-, εγ-, παρα-, προσ-, συγκαλω u. a.
κάλεσακαλέσωκαλέστηκα, κλήθηκακαλεστώ, κληθώκαλεσμένος,
(προσ-)κεκλημένος*
κάνω
ebenso: αποκάνω
έκανα, έκαμακάνω, κάμω--καμωμένος
καταλαβαίνωκατάλαβακαταλάβω---
καταπίνωκατάπιακαταπιώκαταπιώθηκακαταπιωθώκαταπιωμένος
καταπλήσσωκατέπληξακαταπλήξωκατεπλάγην*καταπλαγώ-
κατάσχωκατέσχεσα, κατέσχον*κατασχέσω, κατάσχω*κατασχέθηκακατασχεθώκατεσχημένος*
καταφρονώκαταφρόνεσακαταφρονέσω--καταφρονεμένος
καταχρώμαι--καταχράστηκα, καταχράσθηκακαταχραστώ, καταχρασθώ-
κατεβαίνω--κατέβηκακατέβω, κατεβώ-
κείμαι
ebenso: αντι-, δια-, εναπο- επι-, προ-, προσ-, συγ-, υπερ-, υπόκειμαι
--(επρο-)κειτο
[(υπ-)έκειτο]
--
κερδίζωκέρδισακερδίσωκερδήθηκακερδηθώκερδισμένος
κερνάω, κερνώκέρασακεράσωκεράστηκακεραστώκερασμένος
κλαίωέκλαψακλάψωκλαύτηκα, κλάφτηκακλαυτώ, κλαφτώκλαμένος
κλέβωέκλεψακλέψωκλέφτηκα;
εκλάπη*, -ησαν*
(3. Pers.)
κλεφτώ, κλαπώ*κλεμμένος
κλίνω
ebenso: απο-, εκ-, συγκλίνω u. a.
έκλινακλίνω---
κόβωέκοψακόψωκόπηκακοπώκομμένος
κοιμάμαι, κοιμούμαι--κοιμήθηακοιμηθώκοιμισμένος
κοιτάω, κοιτάζωκοίταξακοιτάξωκοιτάχτηκακοιταχτώκοιταγμένος
κρεμώκρέμασακρεμάσωκρεμάστηκακρεμαστώκρεμασμένος
κρίνω
ebenso: δια-, εγ-, εκ-, συγκρίνω u. a.
έκρινακρίνωκρίθηκακριθώ(δια-)κεκριμένος
λαμβάνω, λαβαίνω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εκ-, επανα-, κατα-, μετα-, παρα-, προ-, προσ-, συλλαμβάνω, προλαβαίνω u. a.
έλαβαλάβωλήφθηκα, ελήφθην*ληφθώ(αν-)ειλημμένος
λαχαίνωέλαχαλάχω---
λέω, λέγω
ebenso: προ-, αντιλέγω
είπαπωειπώθηκα, λέχθηκα;
ελέχθη*, -ησαν*
(3. Pers.)
ειπωθώ, λεχθώειπωμένος
λεπτύνω, λεπταίνωλέπτυναλεπτύνωλεπτύνθηκαλεπτυνθώ(εκ-)λεπτυσμένος
λυσσώλύσσαξαλυσσάξω--λυσσασμένος
μαθαίνωέμαθαμάθωμαθεύτηκαμαθευτώμαθημένος
μαραίνωμάραναμαράνωμαράθηκαμαραθώμαραμένος
-μανθάνω
εκ-, απο-
εξέμαθα*εκμάθωεκμαθήθηκαεκμαθηθώ-
μεθάω, μεθώμέθυσαμεθύσω--μεθυσμένος
μειγνύω
ebenso: αναμειγνύω
έμειξαμείξωμίχθηκαμιχθώμιγμένος
μένω
ebenso: επι-
έμειναμείνω---
μετέχω
ebenso: συμμετέχω
μετείχα, μετέσχον*μετάσχω---
μηνώμήνυσαμηνύσωμηνύθηκαμηνυθώμηνυμένος
μολύνωμόλυναμολύνωμολύνθηκαμολυνθώμολυσμένος
μπαίνω--μπήκαμπωμπασμένος
μπορώμπόρεσαμπορέσω---
νέμω
ebenso: απο-, δια-, κατανέμω
ένειμανείμω(δια-)νεμήθηκα(κατα-)νεμηθώ(κατα-)νεμημένος
ντρέπομαι--ντράπηκαντραπώ-
ξεραίνωξέραναξεράνωξεράθηκαξεραθώξεραμένος
ξερνάωξέρασαξεράσω--ξερασμένος
ξέρωήξεραξέρω---
ξεχνώξέχασαξεχάσωξεχάστηκαξεχαστώξεχασμένος
ξεψυχάω, ξεψυχώξεψύχησαξεψυχήσω--ξεψυχισμένος
ομορφαίνωομόρφυναομορφύνω---
παθαίνωέπαθαπάθω--(παθημένος)
παίρνωπήραπάρωπάρθηκαπαρθώπαρμένος
πάλλωέπαλαπάλω---
παραγγέλλω, παραγγέλνωπαράγγειλα, παρήγγειλα*παραγγείλωπαραγγέλθηκαπαραγγελθώπαραγγελμένος
παραπονιέμαι--παραπονέθηκαπαραπονεθώπαραπονεμένος
παρέχωπαρείχα, παρέσχον*παράσχωπαρασχέθηκα, παρεσχέθην*παρασχεθώ-
παριστώ, παριστάνω, παρασταίνωπαρέστησαπαραστήσωπαραστάθηκαπαρασταθώ(παραστημένος)
πεθαίνωπέθαναπεθάνω--πεθαμένος
πεινάω, πεινώπείνασαπεινάσω--πεινασμένος
περιμένωπερίμεναπεριμένω---
περνάω, περνώ
ebenso: ξε-, προσπερνάω
πέρασαπεράσωπεράστηκαπεραστώπερασμένος
πετυχαίνωπέτυχαπετύχω--πετυχημένος
πετώπέταξαπετάξωπετάχτηκαπεταχτώπετα(γ)μένος
πέφτωέπεσαπέσω--πεσμένος
πηγαίνω, πάωπήγαπάω---
πηδάωπήδηξα, πήδησαπηδήξω, πηδήσωπηδήχτηκαπηδηχτώπηδημένος
πικραίνωπίκραναπικράνωπικράθηκαπικραθώπικραμένος
πίνωήπιαπιω--πιωμένος
πλέκω
ebenso: δια-, εμ-, περι-, συμπλέκω u. a.
(εν-)έπλεξα(συμ-)πλέξω(δια-)πλέχτηκα,
(εν-)επλάκην*
πλεχτώ,
(συμ-)πλακώ*
πλεγμένος
πλένω
ebenso: από-, ξεπλένω
έπλυναπλύνωπλύθηκαπλυθώπλυμένος
πλέω
ebenso: από-, δια-, εισ-, εκ-, επι-, καταπλέω u. a.
έπλευσαπλεύσω---
πλήττωέπληξαπλήξωπλήγηκα, επλήγην*πληχθώ, πληγώ*πληγμένος
πνέω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εισ-, εκ-, εμπνέω u. a.
έπνευσαπνεύσω(εμ-)πνεύσθηκα,
(εμ-)πνεύστηκα
(εμ-)πνευσθώ,
(εμ-)πνευστώ
(εμ-)πνευσμένος
ποικίλλωποίκιλαποικίλω--ποικιλμένος*,
πεποικιλμένος*
πονώ
ebenso: συμπονώ
πόνεσαπονέσω--πονεμένος
προφταίνωπρόφτασαπροφτάσω---
ρέω
ebenso: δια-, κατα-, συρρέω u. a.
(κατ-)έρρευσα(διαρ-)ρεύσω---
ρουφώρούφηξαρουφήξωρουφήχτηκαρουφηχτώρουφηγμένος
σέβομαι--σεβάστηκασεβαστώ-
σημαίνω
ebenso: επι-
σήμανασημάνωσημάνθηκασημανθώσεσημασμένος*
σιχαίνομαι--σιχάθηκασιχαθώσιχαμένος
σκέφτομαι, σκέπτομαι--σκέφτηκα, σκέφθηκασκεφτώ, σκεφθώεσκεμμένος
σπείρω, σπέρνω
ebenso: δια-, εν-, εγκατασπείρω u. a.
έσπειρασπείρωσπάρθηκα,
(εγκατ-)εσπάρην*
σπαρθώ,
(εγκατα-)σπαρώ*
σπαρμένος
(εγκατ-)εσπαρμένος*
σπάω, -σπω
αποσπώ, διασπώ
έσπασασπάσωσπάστηκασπαστώσπασμένος
στέκομαι, στέκω--στάθηκασταθώ-
στέλλω, στέλνω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, περι-, συ- υπο- u. a.
έστειλαστείλωστάλθηκα,
(απ-)εστάλην*
σταλθώ
(απο-)σταλώ*
σταλμένος
(απ-)εσταλμένος*
στενοχωρώστενοχώρεσα, στενοχώρησαστενοχωρέσω, στενοχωρήσωστενοχωρέθηκα, στενοχωρήθηκαστενοχωρεθώ, στενοχωρηθώστενοχωρεμένος, στενοχωρημένος
στραμπουλώστραμπούληξαστραμπουλήξωστραμπουλήχτηκαστραμπουληχτώστραμπουληγμένος
στρέφω
ebenso: ανα-, απο-, επι-, δια-, περι-, συστρέφω u. a.
έστρεψαστρέψωστράφηκαστραφώστραμμένος,
(δι-)εστραμμένος*
συγχωρώσυ(γ)χώρεσα, συγχώρησασυ(γ)χωρέσω, συγχωρήσωσυ(γ)χωρέθηκα, συγχωρήθηκασυ(γ)χωρεθώ, συγχωρηθώσυ(γ)χωρεμένος, συγχωρημένος
συμβαίνει--συνέβησυμβεί-
συμπαρίσταμαι, συμπαραστέκομαι--συμπαραστάθηκασυμπαρασταθώ-
συμπεραίνωσυμπέρανασυμπεράνω---
συνέρχομαι--συνήλθασυνέλθω-
συνιστώ, συστήνωσυνέστησα, σύστησασυστήσωσυστάθηκα, συστήθηκασυσταθώ, συστηθώσυστημένος
συντρέχωσυνέτρεξα, συνέδραμασυντρέξω, συνδράμω---
σύρω, σέρνω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, επι-, παρα-
έσυρασύρωσύρθηκασυρθώσυρμένος
σφάλλω, σφάλλομαιέσφαλασφάλω--εσφαλμένος*
σχολάω, σχολνώσχόλασασχολάσω--σχολασμένος
σωπαίνωσώπασασωπάσω---
τείνω
ebenso: αντι-, εκ-, εν-, επι-, παρα-, προ-, συντείνω
έτεινατείνωτάθηκα(παρα-)ταθώ(προ-)τεταμένος*
τελώ
ebenso: απο-, δια-, εκ-, επι-, συντελώ u. a.
τέλεσατελέσωτελέστηκατελεστώτελεσμένος, τετελεσμένος*
τέμνω
ebenso: ανα-, δια-, κατα-, περι-, συντέμνω
έτμησα,
(αν-)έταμα
(κατα-)τμήσω,
(ανα-)τάμω
τμήθηκατμηθώ(κατα-)τμημένος,
(συν-)τετμημένος*
τίθεμαι
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εκ-, εν-, εναπο-, επι-, κατα-, παρα-, προσ-, υπο-, συντίθεμαι
--τέθηκα, ετέθην*τεθώτεθείμενος
τραβώτράβηξατραβήξωτραβήχτηκατραβηχτώτραβηγμένος
τρελαίνωτρέλανατρελάνωτρελάθηκατρελαθώτρελαμένος
τρέμωέτρεματρέμω---
τρέπω
ebenso: ανα-, απο-, εκ-, επι-, μετα-, προτρέπω
έτρεψατρέψωτράπηκα,
(απ-)ετράπην*
τραπώ(επι-)τετραμμένος*
τρέφω
ebenso: ανα-, δια, εκτρέφω
έθρεψαθρέψωτράφηκα,
(ανα-)θράφηκα,
(ανα-)θρέφτηκα
τραφώ,
(ανα-)θραφώ
θρεμμένος
τρώω, τρώγωέφαγαφάωφαγώθηκαφαγωθώφαγωμένος
τυχαίνω, τυγχάνω
ebenso: απο-, επι-
(επ-)έτυχα(επι-)τύχω(επι-)τεύχθηκα**--
υπόσχομαι--υποσχέθηκαυποσχεθώυποσχεμένος, υπεσχημένος*
φαίνομαι
ebenso: ανα-, δια-, κατα- u. a.
--φάνηκα, εφάνην*φανώ-
φέρνω
ebenso: καταφέρνω
έφεραφέρωφέρθηκαφερθώφερμένος
-φέρω,
δια-, εκ-, ενδια-, μετα-, προσ-, συνεισ-, υποφέρω, u. a.
-φερα-φέρω-φέρθηκα-φερθώ-φερμένος, -φερόμενος
φεύγω
ebenso: απο-, δια-, κατα-, προσφεύγω u. a.
έφυγαφύγω(απο-)φεύχθηκα**(απο-)φευχθώ-
φθείρω
ebenso: διαφθείρω
έφθειραφθείρωφθάρθηκα,
(δι-)εφθάρην*
φθαρώφθαρμένος,
(δι-)εφθαρμένος*
φοβάμαι, φοβούμαι--φοβήθηκαφοβηθώφοβισμένος
φορώφόρεσαφορέσωφορέθηκαφορεθώφορεμένος
φταίωέφταιξαφταίξω---
φυλάω, φυλάγωφύλαξαφυλάξωφυλάχτηκαφυλαχτώφυλαγμένος
φυσάω, φυσώφύσηξαφυσήξω---
χαίρομαι, χαίρω
ebenso: συγχαίρω
--χάρηκαχαρώ-
χαλάω, χαλνώχάλασαχαλάσω--χαλασμένος
χαμογελάω, χαμογελώχαμογέλασαχαμογελάσω---
χέω
ebenso: δια-, εγ-, συγχέω u. a.
(συν-)έχυσα(δια-)χύσω(δια-)χύθηκα(δια-)χυθώ(συγ-)κεχυμένος*
χορταίνωχόρτασαχορτάσωχορτάστηκα-χορτασμένος
ψάλλω, ψέλνωέψαλαψάλωψάλθηκα;
εψάλη*, -ησαν*
(3. Pers.)
ψαλθώ, ψαλώ*ψαλμένος

Verben mit unregelmäßiger Formenbildung

Einige Verben folgen nicht den üblichen neugriechischen Konjugationsschemata, sondern haben altgriechische Formen erhalten. Der Gebrauch dieser Verben beschränkt sich oft auf schriftliche Texte und bestimmte Formen; so sind zum Beispiel die Formen der 2. Person Plural bei vielen der folgenden Verben ungebräuchlich bzw. nur gebildeten Griechen bekannt. Auch zählen manche dieser Verben gleichzeitig zu den defektiven Verben, da sie nicht in allen Tempora auftreten.

Verben auf -αμαι/-εμαι/-ειμαι

Hierbei handelt es sich um die im Neugriechischen erhaltenen mediopassivischen Formen einiger altgriechischen Verben auf -μι. Fast alle dieser Verben sind gelehrt, d. h., sie werden meist in schriftlichen Texten oder bei gehobenem Stil verwendet; dies gilt insbesondere für die 1. und 2. Person Plural und alle Paratatikosformen. Eines der gebräuchlichsten Wörter dieser Gruppe ist das nur in der 3. Person Singular auftretende πρόκειται (για) es handelt sich (um).

Endung PräsensVerben auf ‑αμαιVerben auf ‑εμαιVerben auf ‑ειμαι
-μαιανθίσταμαιπροστίθεμαιπρόσκειμαι
-σαιανθίστασαιπροστίθεσαιπρόσκεισαι
-ταιανθίσταταιπροστίθεταιπρόσκειται
-μεθαανθιστάμεθαπροστιθέμεθαπροσκείμεθα
-σθεανθίστασθεπροστίθεσθεπρόσκεισθε
-νταιανθίστανταιπροστίθενταιπρόσκεινται
Endung ParatatikosVerben auf ‑αμαιVerben auf ‑εμαιVerben auf ‑ειμαι
-μην(ανθιστάμην)(προστιθέμην)-
-σο(ανθίστασο)(προστίθεσο)-
-τοανθίστατοπροστίθετοz. B. επρόκειτο
-μεθα(ανθιστάμεθα)(προστιθέμεθα)-
-σθε(ανθίστασθε)(προστίθεσθε)-
-ντοανθίσταντοπροστίθεντο-

Verben auf -ώ, -οίς, -οί/-ούμαι, -ούσαι, -ούται

Einige Verben auf -ώ (Aktiv) bzw. -ούμαι (Mediopassiv), die aus der Kontraktion von -όω bzw. -όομαι entstanden sind (o-Kontrakta), haben ein altgriechisches Konjugationsschema beibehalten:

  • Aktiv: πληρώ, αξιώ, απαξιώ
Endung Präsens
πληρώαπαξιώ
-οίςπληροίςαπαξιοίς
-οίπληροίαπαξιοί
-ούμεπληρούμεαπαξιούμε
-ούτεπληρούτεαπαξιούτε
-ούνπληρούναπαξιούν
  • Mediopassiv: δικαιούμαι, υποχρεούμαι, καρπούμαι, επικαρπούμαι, ισούμαι, εξισούμαι
  • nur in der 3. Person Singular treten folgende, sehr seltene mediopassivische Verben auf: ευοδούται, ογκούται, διογκούται, κενούται, οξιδούται, συμμορφούται, εγκολπούται, υπερυψούται u. a.
Endung Präsens
-ούμαιδικαιούμαιυποχρεούμαι
-ούσαιδικαιούσαιυποχρεούσαι
-ούταιδικαιούταιυποχρεούται
-ούμεθαδικαιούμεθαυποχρεούμεθα
-ούσθεδικαιούσθευποχρεούσθε
-ούνταιδικαιούνταιυποχρεούνται

Allerdings bilden viele dieser Verben auch die volkstümlicheren Formen -ώνομαι statt -ούμαι, -ώνεται statt -ούται usw. Diese sind weitaus häufiger in Gebrauch, weisen jedoch in Einzelfällen semantische Unterschiede gegenüber der gelehrten Form auf (δικαιούμαι ≠ δικαιώνομαι).

Verben auf -ώμαι

Manche Verben haben in der mediopassivischen Form des Präsens die gelehrten Formen -ώμαι, -άσαι, -άται usw. beibehalten. Dazu zählen beispielsweise: εγγυώμαι, εξαρτώμαι, αιτιώμαι, ορμώμαι, ακροώμαι, καταχρώμαι, απατώμαι, ηττώμαι, εκτιμώμαι, αποκτώμαι u. a.

Endung Präsens
-ώμαιεγγυώμαικαταχρώμαι
-άσαιεγγυάσαικαταχράσαι
-άταιεγγυάταικαταχράται
-ώμεθαεγγυώμεθακαταχρώμεθα
-άσθεεγγυάσθεκαταχράσθε
-ώνταιεγγυώνταικαταχρώνται

Auch diese Verben weisen teilweise volkssprachliche Pendants auf; beispielsweise existieren neben der gelehrten Form εξαρτώμεθα auch εξαρτόμαστε und εξαρτιόμαστε.

Defektive Verben

Defektive Verben besitzen nicht wie gewöhnlich drei Stämme, sondern existieren z. B. nur im Präsensstamm. Andere bilden theoretisch alle Formen (etwa in einem extrem gelehrten Kontext), sind aber ausschließlich im Präsens und Paratatikos tatsächlich gebräuchlich und damit de facto defektiv. Im Folgenden wird aus der Vielzahl dieser Verben im Neugriechischen eine Auswahl gegeben.

Keinen Aoriststamm bilden folgende Verben:

  • είμαι
  • έχω (lediglich in sehr gelehrten Kontexten oder festen Phrasen taucht der Aorist έσχον auf)
  • ανήκω
  • βρίθω
  • δικαιούμαι, υποχρεούμαι usw.
  • οφείλω
  • πάσχω
  • πληρώ
  • πρέπει
  • πρόκειται
  • χάσκω
  • u. v. a.

Nur im Aoriststamm ist heute noch gebräuchlich:

  • κορεννύω (Aorist κόρεσα)

Nicht im Paratatikos, sondern meist nur im Präsens, Aorist oder Futur sind gebräuchlich:

  • ανακλώμαι
  • εγγυώμαι, εξαρτώμαι usw.
  • αποπειρώμαι
  • εκρήγνυμαι (im Aorist nur in der 3. Pers. gebräuchlich: εξερράγη, εξερράγησαν)
  • κατάσχω
  • πλήττομαι

Nicht im Paratatikos und Aorist, sondern nur im Präsens und Futur (beider Stämme!) ist gebräuchlich:

  • αίρω, αίρομαι

Oftmals sind von einzelnen Zeiten nur bestimmte Formen gebräuchlich. Folgende Verben bilden beispielsweise den Paratatikos meist nur in der dritten Person; alle anderen Formen sind sehr gelehrt:

  • δικαιούμαι, υποχρεούμαι usw.
  • θεωρούμαι
  • εγκαθίσταμαι
  • καλούμαι

Siehe auch

Weblinks

Literatur

  • Babiniotis, Georgios (Μπαμπινιώτης, Γεώργιος): Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. 1. Aufl. Athen 1998
  • Iordanidou, Anna (Ιορδανίδου, Άννα): Τα Ρήματα της Νέας Ελληνικής. 24. Auflage. Εκδόσεις Πατάκη, Athen, ISBN 978-960-293-670-2.
  • Klairis, Christos; Babiniotis, Georgios (Κλαίρης, Χρήστος; Μπαμπινιώτης, Γεώργιος): Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Athen 2005
  • Oudshoorn, Wim; Wennekendonk-Visser Marietje: Griechische Verben. Formen und Gebrauch. Deutsche Bearbeitung von Angelika Lohre. Stuttgart 1993
  • Ruge, Hans: Grammatik des Neugriechischen (Lautlehre, Formenlehre, Syntax) Köln 2001, ISBN 3-923728-19-0
  • Triantafyllidis, Manolis (Τριανταφυλλίδης, Μανόλης): Νεοελληνική Γραμματική, Athen 1941
  • [o.A.]: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. 1. Aufl. Thessaloniki 1998
  • Großes Textcorpus für die Wortrecherche

Auf dieser Seite verwendete Medien